- ακριβόμετρο
- τοακριβέστατο όργανο μέτρησης ή ζύγισης πολύ μικρών άντικειμένων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβής + μέτρο.ΠΑΡ. ακριβομετρώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακριβομετρώ — [ακριβόμετρο] 1. μετρώ με ακρίβεια 2. υπολογίζω κάτι με πολλή σύνεση … Dictionary of Greek
ακριβής — ές (Α ἀκριβής) 1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος 2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους νεοελλ. (για… … Dictionary of Greek
ακριβομέτρης — ο το ακριβόμετρο … Dictionary of Greek
ακριβομέτρης — ακριβομέτρης, ο και ακριβόμετρο, το όργανο για την ακριβή μέτρηση ή ζύγιση πολύ μικρών πραγμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)